Ερυθραια

Ιστορικό πλαίσιο

Η Χερσόνησος της Ερυθραίας ή Ιωνική Χερσόνησος αποτέλεσε, ήδη από αρχαιότητα, τμήμα μιας ευρύτερης περιοχής, γνωστής και ως Ιωνία. Η τελευταία οριζόταν γεωγραφικά από το Αιγαίο Πέλαγος, στα δυτικά (συμπεριλαμβανομένων των νησιών Σάμου και Χίου), στα ανατολικά έφθανε μέχρι το όρος Σίπυλος και συνόρευε με την Καρία, ενώ βόρειο και νότιο σύνορο της αποτελούσε ο ποταμός Έρμος και ο Ιασικός κόλπος αντίστοιχα.

Η εμφάνιση ελληνικών πληθυσμών, στα ευρύτερα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, χρονολογείται στην 17η χιλιετηρίδα. Ωστόσο, από τον 12ο αιώνα, οπότε και κατέρρευσε η αυτοκρατορία των Χετταίων, Αιολείς, Ίωνες και Δωριείς, προερχόμενοι από την Αττική, τη Θεσσαλία, τη Στερεά και τη βόρεια Πελοπόννησο, μετανάστευσαν στα νησιά του Αιγαίου και από εκεί κατευθύνθηκαν στις νέες τους πατρίδες, την Αιολίδα, την Ιωνία και τη Δωρίδα. Στην Ιωνία, συν τω χρόνω, δημιουργήθηκε η περίφημη δωδεκάπολη, αποτελούμενη από την Μίλητο, την Έφεσο, την Κολοφώνα, την Πριήνη, τις Ερυθρές, τη Φώκαια, την Τέω, τις Κλαζομενές, τη Λέβεδο, τη Μυούντα, την Σάμο και τη Χίο. Αυτές οι πόλεις, ενώ αρχικά είχαν αγροτικό χαρακτήρα, εξελίχθηκαν τελικά σε σημαντικά εμπορικά κέντρα. Τον 7ο αιώνα π.Χ. η επέκταση του λυδικού βασιλείου προς τα δυτικά οδήγησε στην υποταγή των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η λυδική επιτυχία υπήρξε περισσότερο το φυσικό επακόλουθο της αδυναμίας των Ελλήνων να συμμαχήσουν έναντι του κοινού εχθρού, αλλά και της εξασθένησής τους εξαιτίας εσωτερικών συγκρούσεων, παρά της ήττας τους στα πεδία των μαχών. Σταδιακά και καθ’ όλη τη διάρκεια του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. οι ιωνικές πόλεις υπέκυπταν, η μια μετά την άλλη, στις λυδικές επιθέσεις. Μετά την κατάκτησή τους από τους Λυδούς, ακολούθησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας, η οποία κλονίστηκε το 547 π.Χ., όταν ο Λυδός βασιλιάς Κροίσος ηττήθηκε από τον Πέρση μονάρχη Κύρο. Ακολούθησε μια περίοδος καταστροφών. Οι ελληνικές πόλεις, οι οποίες είχαν συνδράμει τον Κροίσο στη μάχη ενάντια των Περσών, πλήρωσαν ακριβά τις επιλογές τους. Οι στρατηγοί Μαζάρης και Άρπαγος κατάφεραν σταδιακά να τις κατακτήσουν όλες και να επιβάλουν σε αυτές την υποχρέωση να δίνουν φόρο και στρατό στους Πέρσες, ενώ τις ενσωμάτωσαν στη σατραπεία της Ιωνίας.

Η νέα περίοδος που εγκαινίασε η περσική κατάκτηση επέφερε μεγάλες αλλαγές στη ζωή των ιωνικών πόλεων. Οι καινούριοι κατακτητές, μολονότι σεβάστηκαν και αυτοί την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των κατακτημένων, επέβαλαν σε αυτούς τυραννικά καθεστώτα. Παράλληλα, η περσική εξάπλωση εξελισσόταν βαθμιαία εις βάρος και των οικονομικών συμφερόντων των Ιώνων, οι οποίοι έχασαν σημαντικές εμπορικές τους θέσεις, ενώ γενικότερα η οικονομική τους επιρροή γνώρισε σημαντική μείωση. Αποτέλεσμα της πολιτειακής αλλαγής, αλλά και των οικονομικών δυσχερειών ήταν η δημιουργία μιας έκρυθμης κατάστασης στο εσωτερικό των πόλεων, η οποία οδήγησε εν τέλει σε ανοικτή επανάσταση, γνωστή και ως Ιωνική. Η εξέγερση ξέσπασε το 499 π.Χ. στη Μίλητο και γρήγορα επεκτάθηκε σε όλες τις παραλιακές πόλεις. Ωστόσο, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των Ιώνων για βοήθεια, η μητροπολιτική Ελλάδα παρέμεινε αμέτοχη, με μοναδικές εξαιρέσεις τις πόλεις της Αθήνας και της Ερέτριας. Ο αργός ρυθμός συγκέντρωσης των περσικών στρατευμάτων επέτρεψε στην αρχή σημαντικές ελληνικές επιτυχίες, όπως η κατάληψη των Σάρδεων. Βαθμιαία όμως η πίεση άρχισε να αυξάνεται και το 494 π.Χ. οι Πέρσες κατέλαβαν και κατέστρεψαν εντελώς την Μίλητο. Μετά την πτώση της πόλης η παράδοση των υπολοίπων ήταν θέμα χρόνου και πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα, το 493 π.Χ.

Η περίοδος αυτή τερματίστηκε με το πέρας των Περσικών πολέμων, οπότε η συντριπτική πλειοψηφία των πόλεων της δυτικής Μικράς Ασίας εντάχθηκαν στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Εκεί παρέμειναν οι περισσότερες μέχρι το 413 π.Χ., οπότε και η αποτυχία της αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία πυροδότησε μια σειρά αποστασιών. Οι ιωνικές πόλεις έμειναν, ανεπίσημα τουλάχιστον, εκτός του περσικού ζυγού μέχρι το 386 π.Χ., οπότε με την Ανταλκίδειο ειρήνη η μητροπολιτική Ελλάδα αναγνώρισε την εκ νέου επικυριαρχία του Πέρση βασιλιά στις ελληνικές πόλεις της δυτικής Μ. Ασίας. Σε αυτή την πολιτική κατάσταση παρέμειναν μέχρι και τη νικηφόρα εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος τις απελευθέρωσε κι εγκαινίασε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία τους. Ο θάνατος όμως του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η διάσπαση της αυτοκρατορίας του εγκαινίασαν μια νέα εποχή γνωστή και ως ελληνιστική, κατά την οποία οι ιωνικές πόλεις εντάχθηκαν στα νέα βασίλεια που δημιουργήθηκαν εκεί. Κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων οι πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας συνέχισαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, ώσπου η άνοδος μιας νέας δύναμης στα δυτικά, της Ρώμης, οδήγησε στην τρίτη ξενική κατοχή τους.

Η κυριαρχία των Ρωμαίων σταθεροποιήθηκε, μετά από παλινωδίες και καταστροφικούς πολέμους, το 85 π.Χ.. Σε αυτό το διάστημα ο φόρος αίματος που έπρεπε να πληρώσουν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν τεράστιος, ενώ η εξαντλητική φορολογία που εφάρμοσαν οι νέοι κατακτητές, τους οδήγησε σε οικονομικό μαρασμό και χρεοκοπία. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων υπέστησαν ποικιλότροπες ταπεινώσεις. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Σμύρνης, οι κάτοικοι της οποίας υποχρεώθηκαν να συγκεντρωθούν στην αγορά της πόλης γυμνοί, μέσα στο καταχείμωνο, προκειμένου να δώσουν ρούχα στους Ρωμαίους στρατιώτες. Η κατάσταση άλλαξε προς το καλύτερο κατά τη λεγόμενη αυτοκρατορική περίοδο, αλλά οι ριζικές μεταβολές επήλθαν με την σύσταση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της λεγόμενης και ως βυζαντινής. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της νέας αυτοκρατορίας, πιο συγκεκριμένα από τον 4ο μέχρι τον 7ο αιώνα, ο χώρος της δυτικής και νότιας Μικράς Ασίας βίωσε μια μακρά εποχή ειρήνης. Υπό αυτές τις συνθήκες της σχετικής ομαλότητας πραγματοποιήθηκε και η εξάπλωση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.

Το στοιχείο της κοινής πίστης, καθώς και η γλώσσα που υιοθετήθηκε για την κήρυξη του Ευαγγελίου, η ελληνική, αποτέλεσαν τα κρίσιμα εκείνα στοιχεία, τα οποία οδήγησαν στον εξελληνισμό ακόμα και απόμακρων, αλλόφυλων πληθυσμών και εντέλει στη θρησκευτική, αλλά και πολιτισμική ομογενοποίηση μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας. Η ειρήνη και οι σχετικά ομαλές συνθήκες που επικρατούσαν κυρίως στη δυτική και λιγότερο στη νότια Μικρά Ασία, διαταράχθηκαν σημαντικά στις αρχές του 7ου αιώνα. Η ραγδαία προέλαση των Αράβων επέφερε ισχυρά πλήγματα στο Βυζάντιο. Στις αρχές του ίδιου αιώνα οι Πέρσες διέσχισαν δυο φορές την Μικρά Ασία και έφθασαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με αποτέλεσμα να αναστατώσουν τους πληθυσμούς και να δημιουργήσουν πολλές καταστροφές. Η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε τότε, δεν εκτονώθηκε ακόμα και μετά το πέρας των βυζαντινοπερσικών πολέμων, καθώς τα νότια και ιδιαίτερα τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας έγιναν στόχος των αραβικών, ναυτικών επιδρομών. Τις δηώσεις και τις καταστροφές που γνώρισαν οι δυτικές κυρίως μικρασιατικές πόλεις επιβεβαιώνουν και οι σύγχρονες ανασκαφές. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανασκαφικά δεδομένα, τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 7ου αιώνα και αναφέρονται στην περιοχή της Μιλήτου και της Κνίδου, οι δυο αυτές σημαντικές πόλεις γνώρισαν μεγάλες καταστροφές και ερήμωση. Οι σύγχρονες με τα γεγονότα πηγές αναφέρουν ότι το 672 οι Άραβες πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, ενώ λίγο νωρίτερα είχαν καταλάβει περιοχές της Κιλικίας, της Λυκίας, αλλά και την Σμύρνη. Μάλιστα, μεταξύ των ετών 654 και 680 εικάζεται ότι λεηλατήθηκαν οι πόλεις της Εφέσου, της Αλικαρνασσού, αλλά και το σύνολο της Ιωνίας. Η παραθαλάσσια θέση των περισσοτέρων από τις παλαιές αυτές ελληνικές πολιτείες, αλλά και πολλών από τις νεότερες τις καθιστούσε ευάλωτες στις ναυτικές επιδρομές.

Σε αυτό το διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλον και στο πλαίσιο της περιόδου την οποία εγκαινίασε η δημιουργία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δεν είναι εύκολη η ανίχνευση της τοπικής ιστορίας κάθε περιοχής. Οι πόλεις – κράτη από καιρό είχαν παραδώσει τα ηνία σ’ ένα πιο συγκεντρωτικό σύστημα και κατά τη βυζαντινή περίοδο είναι η Μικρά Ασία, ως γεωγραφικό σύνολο και με μόνη εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη, η οποία προβάλλεται στο ιστορικό προσκήνιο ως ενιαίο πια οικονομικό, πολιτισμικό και διοικητικό πλαίσιο δράσης. Εντούτοις, αποσπασματικές ιστορικές πηγές, αλλά και νέα ανασκαφικά δεδομένα αποκαλύπτουν, έστω και μερικώς, την ιστορική εξέλιξη ορισμένων τουλάχιστον εκ των πόλεων της Μικράς Ασίας, ιδιαίτερα δε εκείνων στα δυτικά παράλια. Σε αυτό το πλαίσιο σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι διαδραμάτισαν τόσο οι Κλαζομενές όσο και η Μίλητος, εξαιτίας της πλούσιας σε παραγωγή σιτηρών ενδοχώρας τους.

Μερικούς αιώνες αργότερα, τις παραμονές της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης, η κατάσταση των ελληνικών πληθυσμών στην Μικρά Ασία ήταν πραγματικά οικτρή. Σύμφωνα με έναν Έλληνα μοναχό: «Ούτε ένας μητροπολίτης δεν υπάρχει στις μητροπόλεις, ούτε ένας αρχιεπίσκοπος στις αρχιεπισκοπές, ούτε ένας επίσκοπος στις επισκοπές, ούτε ένας ιερέας στις εκκλησίες, ούτε ένας μοναχός σε μοναστήρι ή θρησκευτικό ίδρυμα ή κελί, ούτε ένας λαϊκός κοσμικός χριστιανός σε φρούριο ή χώρα. 51 μητροπόλεις και 18 αρχιεπισκοπές και 478 επισκοπές ερημώθηκαν». Ο 15ος αιώνας επιφύλασσε πραγματικά κοσμοϊστορικές αλλαγές για τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό της Μικράς Ασίας, αλλαγές τόσο σε πληθυσμιακό, όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο. Η κατάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η δημιουργία της οθωμανικής επέφεραν ισχυρά πλήγματα στους ελληνικούς πληθυσμούς των μικρασιατικών παραλίων. Δηώσεις, βίαιοι εξισλαμισμοί και αβεβαιότητα δημιούργησαν μια ζοφερή εικόνα, η οποία έμελλε να αλλάξει με το πέρασμα των χρόνων. Η σχετική σταθερότητα που παρείχε το νέο κράτος επέτρεψε την σταδιακή επιστροφή των ελληνικών πληθυσμών στις πόλεις, όπου στηριζόμενοι στην εξωστρέφειά τους ισχυροποίησαν τους ήδη υπάρχοντες δεσμούς τους με τη Δύση. Ολλανδοί, Γάλλοι και Άγγλοι έγιναν εμπορικοί συνέταιροι των Ελλήνων, με τους τελευταίους να επωφελούνται από τις ιδιαίτερες εμπορικές συμφωνίες, που σύναψε η Οθωμανική αυτοκρατορία με δυτικές χώρες, γνωστές και ως διομολογήσεις. Ωστόσο, η παρουσία πολλών δυτικών στα εμπορικά κέντρα των μικρασιατικών παραλίων είχε και απρόσμενες συνέπειες. Ήδη από τον 17ο αιώνα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ξεκίνησε την προσηλυτιστική της δραστηριότητα στον χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτή η δράση, μολονότι κάμφθηκε από το 1695 και για έναν περίπου αιώνα, δεν σταμάτησε μέχρι τον 20ό αιώνα. Εντούτοις, από την εποχή της πρώτης διομολόγησης, που δόθηκε στον βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκο Α΄, η παρουσία και η δράση των Ελλήνων έγινε ιδιαίτερα αισθητή, κυρίως στην πόλη της Σμύρνης. Σε αυτήν άλλωστε είχαν συγκεντρωθεί πολλοί Έλληνες από το εσωτερικό, αρκετοί εκ των οποίων σταδιακά απέκτησαν μεγάλες περιουσίες.

Η σχετική επανάκαμψη όμως του ελληνισμού της Μικράς Ασίας δεν πραγματοποιήθηκε ανεμπόδιστα. Παρά το γεγονός ότι η περιοχή και ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της είχαν ενταχθεί στις δομές της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν έλειψαν οι αναστατώσεις, αλλά και οι φυσικές συμφορές, σημαντικά εμπόδια στην ομαλοποίηση της ζωής των Ελλήνων. Ως προς τον πρώτο παράγοντα, ενδεικτική είναι η περίπτωση των λεγόμενων Ορλωφικών, των επαναστατικών κινημάτων δηλαδή που ξέσπασαν στην Πελοπόννησο, μετά από υποκίνηση των Ρώσων αδελφών Ορλώφ. Η εκδήλωση και η συνακόλουθη αποτυχία αυτών των εξεγέρσεων έδωσαν το έναυσμα στους Τούρκους, προκειμένου να προχωρήσουν σε βιαιότητες τόσο στη Σμύρνη, όσο και αλλού στη Μικρά Ασία. Ιδιαίτερα, όμως στην πολύπαθη πόλη της Σμύρνης είναι γνωστό ότι τον Ιούλιο του 1770, αμέσως μετά την ήττα που υπέστη ο τουρκικός στόλος στα στενά του Τσεσμέ , φανατισμένοι Μουσουλμάνοι επιδόθηκαν σε σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού. Στις σφαγές αυτές πρέπει να προστεθούν και φαινόμενα, όπως σεισμοί και αρρώστιες, τα οποία προκαλούσαν εκατόμβες νεκρών.

Το τεταμένο αυτό κλίμα αποτέλεσε κύριο χαρακτηριστικό του 18ου αιώνα, όταν ο αντίκτυπος της Γαλλικής Επανάστασης άρχισε να διαδίδεται στις παράλιες, εμπορικές πόλεις της Μικράς Ασίας και κυρίως στο σπουδαιότερο κέντρο των μικρασιατικών παραλίων, την Σμύρνη. Μάλιστα, οι επιδράσεις αυτών των ιδεών υπήρξαν τόσο άμεσες, ώστε δεν άργησαν να καρποφορήσουν δημιουργώντας μια επαναστατική νοοτροπία. Ήταν η εποχή κατά την οποία χιλιάδες Έλληνες, προερχόμενοι τόσο από τα βάθη της Μικράς Ασίας, όσο και από τα ελληνικά νησιά, εγκαταστάθηκαν στα δυτικά μικρασιατικά παράλια και ενίσχυσαν τον ήδη υπάρχοντα ελληνικό πληθυσμό. Ολόκληρος ο 17ος και ο 18ος αιώνας χαρακτηρίζονται από αυτές τις συνεχείς μεταναστεύσεις των πληθυσμών. Πολλοί Έλληνες από τον ελλαδικό χώρο, είτε με δική τους πρωτοβουλία, είτε μετά από πρόσκληση πλούσιων Τούρκων τιμαριούχων μετανάστευσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, προκειμένου να επωφεληθούν από τις παροχές προνομίων ή τις φοροαπαλλαγές. Από την άλλη, παρατηρήθηκαν μεταναστευτικές κινήσεις, από τον ελλαδικό χώρο προς τον μικρασιατικό, μετά και από την επανάσταση του 1770, οπότε και οι Αλβανοί προχώρησαν σε ευρείες λεηλασίες. Τότε πολλοί Πελοποννήσιοι, Ρουμελιώτες και Θεσσαλοί εγκατέλειψαν τις εστίες τους και ζήτησαν καταφύγιο στην περιοχή της Μαγνησίας, της Βιθυνίας και της Περγάμου. Μια διαδικασία, η οποία συνεχίστηκε μέχρι και την Ελληνική Επανάσταση.

Βιβλιογραφία
Ιντζές Μιχάλης Δ., Ανατολικά της Χίου, Δυτικά της Σμύρνης. Η θρησκευτική και κοινωνική ζωή στη χερσόνησο της Ερυθραίας, 19ος – αρχές 20ου, Θεσσαλονίκη 2006.
Κορομηλά Μαριάννα, Κοντάρας Θοδωρής, Ερυθραία. Ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας, Αθήνα 1997.
Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Δημητριάδης Βασίλης, «Μικρά Ασία. Ιστορία και Γεωγραφία», στο Πατρίδες του Ελληνισμού, National Geographic, τόμος 1, Αθήνα 2011.

Την προσπάθεια αυτή υποστηρίζει με χορηγία το Υπουργείο Εσωτερικών (Μακεδονίας – Θράκης)

Με την υποστήριξη της Εταιρείας Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με την χορηγία της ΑΙΓΕΑΣ ΑΜΚΕ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ & ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΟΥ

Πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων

Copyright © 2023 - All Rights Reserved.
Powered by Altius Group